σκληρόδερμα

σκληρόδερμα
το, Ν
(μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη σκληροδερματώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και τού οποίου ορισμένα είδη, σε νεαρή ηλικία, έχουν εδώδιμα βασιδιοκάρπια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη νόθευση τών κονσερβών με μανιτάρια τρούφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroderma (< σκληρός + δέρμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκληρόδερμα — σκληρόδερμος with hard skin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόδερμος — η, ο / σκληρόδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα τα μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός …   Dictionary of Greek

  • δερματοσκλήρυνση — η βλ. σκληρόδερμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”